- στομώδης
- -ῶδες, Α [στόμα]1. αυτός που έχει καθαρή, ωραία φωνή2. (για γάλα) ευχάριστος στη γεύση («γλυκὺ καὶ στομῶδες», Σωρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στομώδη — στομώδης clear voiced neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στομώδης clear voiced masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στομώδης clear voiced masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομῶδες — στομώδης clear voiced masc/fem voc sg στομώδης clear voiced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομήρης — ῆρες, Α στομώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κατάλ. ήρης* (Ι) (πρβλ. ποδ ήρης)] … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek